Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είναι απαραίτητο

  • 1 необходимо

    необходимо είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να... мне \необходимо уехать είναι ανάγκη να φύγω" мне \необходимо связаться по телефону πρέπει να τηλεφωνήσω
    * * *
    είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να…

    мне необходи́мо уе́хать — είναι ανάγκη να φύγω

    мне необходи́мо связа́ться по телефо́ну — πρέπει να τηλεφωνήσω

    Русско-греческий словарь > необходимо

  • 2 необходимо

    ως κατηγ. είναι απαραίτητον
    - αναγκαίον χρειάζεται οπωσδήποτε•

    необходимо принять меры είναι απαραίτητο να παρθούν μέτρα•

    мне необходимо нужно его видеть είναι απόλυτη ανάγκη να τον δω•

    совершенно, крайне необходимо είναι πολύ αναγκαίον, чтобы я остался здесь είναι απαραίτητο να μείνω εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > необходимо

  • 3 необходимо

    необходи́м||о
    предик безл εἶναι ἀπαραίτητο, εἶναι ἀναγκαϊο[ν], εἶναι ἀνάγκη:
    крайне \необходимо εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > необходимо

  • 4 требоваться

    требовать||ся
    χρειάζομαι, ἀπαιτοῦμαι, εἶμαι ἀπαραίτητος:
    для этого требуется ваше прису́тствие γιά νά γίνει αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσία σας· требуется комната εἶναι ἀπαραίτητο ἕνα δωμάτιο.

    Русско-новогреческий словарь > требоваться

  • 5 необходимо

    [νιαπχαντίμα] ρ. ακρόα. είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη

    Русско-греческий новый словарь > необходимо

  • 6 необходимо

    [νιαπχαντίμα] ρ ακρόα. είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη

    Русско-эллинский словарь > необходимо

  • 7 если

    σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•

    если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•

    в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•

    если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•

    если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•

    если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•

    если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•

    если бы только знал μόνο να το ήξερα•

    если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•

    -ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•

    если только не μόνο αν, εκτός αν•

    он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•

    придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•

    если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•

    если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•

    если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•

    что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•

    если только αρκεί μόνο.

    Большой русско-греческий словарь > если

  • 8 нужно

    απρόσ. ως κατηγ. χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο πρέπει•

    дайте мне всё, что нужно для писания δόστε μου ό,τι χρειάζεται για γράψιμ•

    если будет нужно αν χρειαστεί, αν παραστεί ανάγκη•

    кого вам-Τποιόν θέλετε;•

    он не знает как нужно обращаться с лгадми αυτός δεν ξέρει πως πρέπει να συμπεριφέρεται με τους ανθρώπους•

    мне нужно его видеть είναι ανάγκη να τον ιδώ•

    если нужно я прийду αν χρειαστεί, θα έρθω•

    мне нужно с вами поговорить πρέπει να μιλήσω μαζί σας•

    что вам -? τι θέλετε;

    εκφρ.
    очень нужноκ. παλ. куда как нужно αυτό χρειάζεται ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > нужно

  • 9 должно

    απρόσ. πρέπει., χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβάλλεται•

    должно убегать праздности πρέπει να μην τεμπελιάζομε•

    работать, как должно να δουλεύουμε όπως πρέπει•

    говорить то, что должно λέγω εκείνο που χρειάζεται•

    должно слушать советы старших πρέπει ν' ακούμε τις συμβουλές των μεγαλύτερων.

    Большой русско-греческий словарь > должно

См. также в других словарях:

  • εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»